- κατευημερηκώς
- κατευημερέωto be influentialperf part act masc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατευημερώ — κατευημερῶ, έω (AM) (επιτ. τ. τού ευημερώ) υπερβαίνω κάποιον κατά την ευημερία, κατά την ευδοκίμηση αρχ. χαίρω τιμής και υπολήψεως, έχω καλό όνομα («ὅτι τῆς πρεσβείας ὢν ἡγεμὼν ἐγώ, καὶ κατευημερηκῶς παρ ὑμῑν», Αισχίν.) … Dictionary of Greek